- ἀδέσμιος
- ἀδέσμ-ιος, ον, = sq., Nonn.D. 15.138.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδέσμιος — ἀδέσμιος, ον (Α) [ἄδεσμος] ο άδεσμος* … Dictionary of Greek
ἀδέσμιον — ἀδέσμιος masc/fem acc sg ἀδέσμιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδεσμος — ἄδεσμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δ’ εκεῑνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34) πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia 2. ανοιχτός 3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο… … Dictionary of Greek